- σμαραγδένιος, -ια, -ιο
- σμαραγδένιος, -ια, -ιο και σμαράγδινος, -η, -ο1. αυτός που είναι φτιαγμένος από σμαράγδι.2. αυτός που έχει το χρώμα του σμαραγδιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.